περίσκληρος

περίσκληρος
-ον, Α
1. πολύ σκληρός, κατάσκληρος («ὄγκος κακοήθης και περίσκληρος», Γαλ.)
2. μτφ. πολύ τραχύς, σφοδρός, ισχυρός
3. (για πρόσ.) πολύ επίμονος, άκαμπτος, ισχυρογνώμονας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περίσκληρος — very hard masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίσκληρον — περίσκληρος very hard masc/fem acc sg περίσκληρος very hard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκλήρων — περίσκληρος very hard masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίσκληρα — περίσκληρος very hard neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκληρύνω — Α [περίσκληρος] σκληρύνω, καθιστώ κάτι σκληρό ολόγυρα, κατασκληρύνω («δέρμα περισκληρύνει», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”